μετακλώθω

μετακλώθω
μετακλώθω (Α)
κλώθω εκ νέου, ξανακλώθω, ξαναγνέθω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμετάκλωστος — ἀμετάκλωστος, ον (Μ) [μετακλώθω] αυτός που δεν μπορεί να κλωστεί για δεύτερη φορά …   Dictionary of Greek

  • μετάκλωσμα — μετάκλωσμα, τὸ (Α) [μετακλώθω] παρένθετη ενύφανση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”